- ἀσπαστά
- ἀσπαστόςwelcomeneut nom/voc/acc plἀσπαστά̱ , ἀσπαστόςwelcomefem nom/voc/acc dualἀσπαστά̱ , ἀσπαστόςwelcomefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσπαστος — η, ο εκείνος που δεν έσπασε ή δε σπάζει, άθραυστος: Τα ποτήρια που πουλούσε τα διαφήμιζε ως άσπαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)